Αναπαυόμενος άνδρας, 1941
O Νίκος Xατζηκυριάκος-Γκίκας υπήρξε ζωγράφος με γενικές φιλολογικές σπουδές, λογοτεχνικά ενδιαφέροντα, ουσιαστική θεωρητική και αισθητική παιδεία. Εκφράζεται με μια τέχνη που ζυμώθηκε από τα μεγάλα κινήματα του 20ού αιώνα –τα οποία έζησε κατά την παραμονή του στο Παρίσι (1922-1928, 1930-1934)– και τη βαθιά γνώση και το αστείρευτο ενδιαφέρον του για τους αρχαίους μεσογειακούς πολιτισμούς, την Άπω Aνατολή, τα βυζαντινά ψηφιδωτά, αλλά και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Όλα αυτά τα στοιχεία, ό,τι έζησε και γνώρισε και ό,τι κρυβόταν μέσα του, μετουσιώθηκαν σε ένα έργο μοναδικό, που φέρει τη σφραγίδα της έντονης προσωπικότητας αλλά και της ελληνικότητας του. Θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος του κυβισμού στην Eλλάδα, ενός κυβισμού όμως που είναι ποτισμένος από τη διαφάνεια και τη μαγεία του μεσογειακού φωτός, που οδηγεί στην ποιητική αποθέωση της ομορφιάς μέσα από την αναζήτηση των αρμονικών σχέσεων. Έτσι, βρίσκεται πιο κοντά στις μετακυβιστικές επιδιώξεις, με την ανασύνθεση της φόρμας σε σχήματα. Ταυτόχρονα όμως, απέχει από την πλήρη διάλυση της μορφής, καθώς μαλακώνει τη ψυχρή γεωμετρική ανάλυση των επιπέδων με καμπύλες, αναδεικνύοντας το συναισθηματικό στοιχείο της ζωγραφικής του. Το χρώμα, μετουσιωμένο από το έντονο μεσογειακό φως, καθοριστικό στοιχείο της ζωγραφικής του, με τη διαύγεια, τη δύναμη και την καθαρότητά του, πνευματικοποιεί το περιεχόμενο, οδηγώντας στην ουσία του. Aκόμα και στις πιο αυστηρές συνθέσεις του, τα καυτά χρώματα που λάμπουν δείχνουν μια τέχνη ανθρώπινη, έκφραση μεσογειακού, συναισθηματικού χαρακτήρα, που αποβάλλει κάθε εγκεφαλική ψυχρότητα.
Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας υπήρξε ένας πολυσύνθετος δημιουργός που ασχολήθηκε όχι μόνο με τη ζωγραφική, για την οποία είναι γνωστός, αλλά και με τη σκηνογραφία, τη χαρακτική και τη γλυπτική. Η τεχνική του δέχθηκε έντονες επιρροές από τα ευρωπαϊκά κινήματα και ιδιαίτερα τον κυβισμό. Ωστόσο, παράλληλα κατέχει «την αυθεντικότερη ευαισθησία προς την παράδοση». Στο έργο του ανιχνεύονται στοιχεία της αρχαίας και της βυζαντινής τέχνης, της λαϊκής παράδοσης, και του πάθους του για την ελληνική φύση και το ιδιαίτερο φως που τη διαχέει. Η αφοσίωση του στη γενέθλια χώρα είναι εμφανής στη θεματολογία που επιλέγει, είτε αυτή είναι τα οικεία αθηναϊκά και νησιώτικα τοπία, είτε η αρχαιοελληνική τέχνη. Ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας άρχισε να ασχολείται με τη γλυπτική την περίοδο 1933-1934. Μετά το 1948, αντλεί θέματα για τη γλυπτική του σχεδόν αποκλειστικά από την ελληνική μυθολογία, ξεκινώντας μια σειρά τεσσάρων ανάγλυφων που απεικονίζουν την αποτρόπαια κεφαλή της Μέδουσας. Φιλοτεχνεί επίσης σειρά μυθολογικών ζευγαριών σε ανάγλυφα μετάλλια, όπως τον Ιάσονα με τη Μήδεια, τον Περσέα με την Ανδρομέδα και το Θησέα με την Αριάδνη. Στα ολόγλυφα έργα του επαναλαμβανόμενη πηγή έμπνευσης αποτελεί ο Όμηρος. Συγκεκριμένα η σκηνή που αναπαράγει είναι η συνάντηση του Οδυσσέα με τη Ναυσικά στο νησί των Φαιάκων.
Ο Αναπαυόμενος άνδρας, έργο του Χατζηκυριάκου-Γκίκα από το 1941, αποτελεί μια σύνθεση αισθητικών απόψεων, τόσο όσων γνώρισε με την επαφή του με τα έργα του Matisse και του Picasso στο Παρίσι, όσο και των προσωπικών του θέσεων πάνω στη θέαση του παρελθόντος μέσα από την οπτική του παρόντος. O άνδρας που αναπαύεται ακουμπώντας νωχελικά στο χέρι του, απεικονίζεται σε έναν εσωτερικό χώρο, προβάλλοντας σε μια επιφάνεια, που κλείνει ο πλούσιος διάκοσμος του φόντου. Ο καλλιτέχνης σε αυτό το έργο απομακρύνεται από την κυβιστική αντίληψη ανάλυσης του θέματος σε πολλαπλά επίπεδα. Αντίθετα, υιοθετεί συνειδητά μια ολική σύνθεση της μορφής, την οποία αποδίδει απλά και αβίαστα, καθώς τον ενδιαφέρει η απλή αλήθεια που εκφράζει, το βασικό της νόημα. Μνημειακή, με ανατολίτικη απάθεια, καταλαμβάνει όλο το μέγεθος του έργου. Με την αβέβαιη προοπτική και τη ρωμαλέα επίθεση του ανοιχτόχρωμου τόνου στο σκούρο υπόβαθρο χρώματος, η ζωγραφική αυτή ανάγει τόσο σε βυζαντινές μνήμες όσο και στις πρωτόγονες αναφορές των μοντέρνων ζωγράφων.