Ολλανδία, 1991
Από τη δεκαετία του 1960 ο Μιχάλης Κατζουράκης δημιουργεί έργα που κινούνται στο πλαίσιο της γεωμετρικής αφαίρεσης με έμφαση στα έντονα χρώματα, ενώ στη συνέχεια οι αναζητήσεις του στρέφονται στην εφαρμογή απαλών, ανοιχτόχρωμων αποχρώσεων. Οι συνθέσεις του συνδυάζουν σύνολα που στηρίζονται στις σχέσεις γραμμών, σχημάτων και επιπέδων, προκαλώντας συναισθήματα, μέσα από την αναζήτηση του νοηματικού πλαισίου των έργων. Οι επιδράσεις του, και λόγω των συχνών ταξιδιών του ανά τον κόσμο, προέρχονται από την αμερικάνικη ζωγραφική της δεκαετίας του 1960 και στη συνέχεια από ευρωπαίους καλλιτέχνες της λυρικής αφαίρεσης. Οι πειραματισμοί του προχωρούν στην έρευνα σε σχέση με τα υλικά, όπως καραβόπανο, πωρόλιθος, ξύλα, λαμαρίνα, μέταλλα, κόντρα πλακέ, οντουλέ λαμαρίνα, μεταλλικά πλέγματα, αλουμίνιο, σωλήνες, λαμπτήρες, τούβλα, μεταλλικές ράβδους κ.α. Είναι φανερή η προσπάθεια δημιουργίας μιας οπτικής εικόνας η οποία σχηματίζεται από την συνεύρεση σχημάτων και υλικών. Η ενασχόλησή του και με το βιομηχανικό υλικό της παραγωγικής δραστηριότητας του σύγχρονου κόσμου μαρτυρεί τη γνώση των ιδιοτήτων των απλών, ευτελών υλικών, τα οποία συντελούν στη δημιουργία οπτικών ερεθισμών και στοχασμών, γύρω από τη σχέση της ζωής και της τέχνης στη σύγχρονη εποχή. Κυρίαρχο στοιχείο στην τέχνη του αποτελούν οι μαθηματικές σχέσεις και οι γεωμετρικές χαράξεις με απλή, στοιχειώδη δομή.
Από τη δεκαετία του 1970 δημιουργεί γλυπτά μεγάλης κλίμακας, τα οποία εντάσσει με μελέτη και έρευνα σε δημόσιους χώρους στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι δημιουργίες αυτές, συχνά μνημειακών διαστάσεων, χαρακτηρίζονται από μινιμαλιστική διατύπωση, λιτότητα του σχεδιασμού τους, αρμονία μέσα από το δυναμισμό τους και τελικά με την απλή πλαστικότητα της δομής τους, ήπια αλλαγή του περιβάλλοντα χώρου.