Στύλοι Ολυμπίου Διός
Ο Βικέντιος Λάντσας –από τους πρώτους καθηγητές του νεοϊδρυμένου Σχολείου Καλών Τεχνών της Αθήνας– ασχολήθηκε κατεξοχήν με το αρχαιολογικό τοπίο, είδος που γνώριζε ιδιαίτερη ακμή στα μέσα του 19ου αιώνα. Υπό την επίδραση του ρομαντισμού οι ελληνικές αρχαιότητες, ως ενσάρκωση της ιδέας του ελεύθερου πνεύματος που χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική σκέψη και έβρισκε την πλήρη έκφρασή της στον αγώνα για την Ανεξαρτησία από την οθωμανική κυριαρχία, αποτέλεσαν αντικείμενο ιδιαίτερου εικαστικού ενδιαφέροντος. Τα έργα των ζωγράφων-περιηγητών, οι οποίοι είχαν κατακλύσει τον ελληνικό χώρο, λειτούργησαν για τους Έλληνες καλλιτέχνες ως σημεία αναφοράς της δικής τους πολιτιστικής ταυτότητας ενώ ό,τι αναφερόταν στον αρχαίο κόσμο (ερείπια, μνημεία, ναοί) αποτελούσε επιβεβαίωση της πολιτισμικής συνέχειας.
Τα δύο έργα του Λάντσα της Πινακοθήκης Αβέρωφ, Παρθενώνας και Στύλοι Ολυμπίου Διός, σπάνια για τις μνημειακές τους διαστάσεις, αν και απομακρύνονται από τη ρομαντική αντίληψη που χαρακτηρίζει τις εικόνες αυτές που συνήθως αποδίδονται με την τεχνική της υδατογραφίας σε έργα μικρών διαστάσεων, αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες όχι μόνο ενός ένδοξου παρελθόντος αλλά και ενός χώρου, οικείου και καθημερινού, που προσδιορίζεται με σαφήνεια και καθαρότητα από το έντονο φως που κάνει τα χρώματα να λάμπουν.
Ο καλλιτέχνης είναι φανερό πως ακολουθεί τα διδάγματα της ζωγραφικής με τους ερειπιώνες στην πρώτη κυρίαρχη θέση της εικόνας και τη μετρημένη ατμοσφαιρική κίνηση, που την οργανώνει, όπως όλοι οι τοπιογράφοι της εποχής, με τα σύννεφα.