Αγνή, 1943
Στην ιστορία της ελληνικής γλυπτικής, ο Θανάσης Απάρτης έχει καταγραφεί ως ένας από τους πιο αυθεντικούς τεχνίτες της πλαστικής ύλης, που καταφέρνει να συνδυάσει αβίαστα την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική αγωγή του με την εθνική παράδοση. Δάσκαλος και μέντοράς του υπήρξε ο Antonio Bourdelle, ο οποίος ζήτησε με δική του πρωτοβουλία από τον Απάρτη να μαθητεύσει δίπλα του, έχοντας πραγματικά εντυπωσιαστεί από τα γλυπτά που εξέθετε ο εικοσάχρονος γλύπτης στο Salon d’Automne του Παρισιού. Ο Απάρτης εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1940. Το έργο του, καθαρά ανθρωποκεντρικό, αντικατοπτρίζει τη βαθιά γνώση της αρχαϊκής ελληνικής τέχνης, της μεσαιωνικής ευρωπαϊκής γλυπτικής αλλά και των αντιλήψεων συγχρόνων δημιουργών του. Ο Απάρτης προέρχεται από το χώρο των μεταροντενικών της γαλλικής σχολής, όμως σε αντίθεση με τη ρευστότητα της γλυπτικής του Roden τείνει περισσότερο προς τα ιδεώδη του Bourdelle που ξεκινά και καταλήγει στη στερεή μορφή, καθώς ο γλυπτικός όγκος προβάλλεται ενιαίος.
Στις προτομές Αγνή και Μαριάννα Τσάμη, ο Απάρτης απλοποιεί αποσύροντας τις λεπτομερειακές φλυαρίες και εστιάζει στην προσωπικότητα των απεικονιζόμενων. Όπως γράφει ο ίδιος «ο νατουραλισμός τα δέχεται όλα με το τσουβάλι… Ο ρεαλισμός διαλέγει ό,τι ανήκει στη γλυπτική, βλέπει τη φύση και χτίζοντας διαλέγει τα ουσιαστικά στοιχεία…την ουσία που κάνει το έργο να είναι αυτό και όχι ό,τι να 'ναι».