Ο κτηνοτρόφος
Ο Γιάννης Παππάς υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς νεοέλληνες γλύπτες που έδρασαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, μεταφέροντας και αξιοποιώντας τις διδαχές της μετα-ροντενικής γαλλικής σχολής στην ελληνική πραγματικότητα. Μαθήτευσε σε τρεις πόλεις την Αθήνα, το Παρίσι και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1953 έγινε καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ενώ από το 1959 και για δέκα χρόνια υπήρξε διευθυντής της. Το 1972 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και το 1980 μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η γλυπτική του είναι επηρεασμένη από την αρχαία ελληνική και αιγυπτιακή γλυπτική μέχρι τις σύγχρονες τάσεις. Πιστός στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, ο Παππάς δημιούργησε αρχικά ρεαλιστικές και ακριβείς συνθέσεις, με ψυχογραφική διάθεση, στη συνέχεια στράφηκε σε πιο απλοποιημένες και λιτές φόρμες, για να καταλήξει, προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50, σε μια σχηματοποιημένη, αφαιρετική απόδοση. Φιλοτέχνησε ηρώα, μνημεία, αδριάντες και προτομές που βρίσκονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού, όπως τους ανδριάντες του Αδαμαντίου Κοραή στη Χίο, του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Ηράκλειο Κρήτης, του Βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα (το 1958) και του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα (το 1991) στο Μέτσοβο, του Ίωνα Δραγούμη στη Θεσσαλονίκη κ.ά.
Παράλληλα με τη γλυπτική ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και το σχέδιο, παραμένοντας, και στο πεδίο αυτό, πιστός στην παραστατική απεικόνιση. Έχει επίσης, ασχοληθεί με τη σκηνογραφία (Ικέτιδες Αισχύλου στην Επίδαυρο, 1966): ενώ αξιόλογο είναι και το μεταφραστικό του έργο σε κείμενα των Ντελακρουά, Ντεγκά, Πικάσσο, Νταλί, Νίτσε, Χένρυ Μουρ, Γκυ ντε Μωπασάν, Πωλ Βαλερύ κά.
Έχει βραβευτεί με χρυσά μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1937, με Α’ βραβείο γλυπτικής στην Πανελλήνιο Έκθεση του 1940 και έχει εκπροσωπήσει (1978) την Ελλάδα με έργα γλυπτικής και ζωγραφικής στην Μπιεννάλε της Βενετίας, της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί μία δεκαετία. Έχει τιμηθεί, επίσης, με διεθνείς διακρίσεις τόσο στη Γαλλία (το 1972 εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών στην τάξη της Γλυπτικής), όσο και στην Ιταλία, όπου του απονεμήθηκαν ανώτατα μετάλλια.
Τα γλυπτά του Παππά Ο Κτηνοτρόφος και Ο Ξυλοκόπος φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για τον υπαίθριο χώρο της Πινακοθήκης Μετσόβου. Απαλλαγμένοι από διακοσμητικά στοιχεία και με απλοποιημένη τη φόρμα και την ενδυμασία, δίνεται έμφαση στο ύφος και το χαρακτήρα των ανδρών του τόπου. Τα δύο αυτά έργα σηματοδοτούν την ύστερη περίοδο του γλύπτη, που χαρακτηρίζεται από λιτότητα, ρεαλισμό και έντονη εκφραστικότητα. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται ακόμα στη μελέτη του περιβάλλοντα χώρου προκειμένου τα γλυπτά να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένα. Ο καλλιτέχνης επιλέγει να προσδώσει στα υπαίθρια γλυπτά ένα στατικό χαρακτήρα που τα απαλλάσσει από τις έντονες κινήσεις, όπως θεωρεί ότι τους αρμόζει. Σε όλη τη δημιουργική σταδιοδρομία του Γιάννη Παππά, αφετηρία είναι η ανθρώπινη μορφή που αποτελεί γι’ αυτόν «ανεξάντλητη πηγή συγκινήσεων και γνώσης». Το έργο του φανερώνει τη συνειδητή προσπάθεια να παραμείνει παραστατικός, ενώ ταυτόχρονα μαρτυρεί τις ολοφάνερες επιδράσεις των σύγχρονων ευρωπαϊκών κινημάτων και των αρχαίων ελληνικών και αιγυπτιακών πρότυπων που μελέτησε.