Σάτυρος, 1925
Ο Θωμάς Θωμόπουλος αποτέλεσε πρωτοπορειακή μορφή της ελληνικής γλυπτικής των αρχών του 20ου αιώνα. Η ακέραιη εκπαίδευσή του δρομολογήθηκε με σπουδές ζωγραφικής δίπλα στον Νικηφόρο Λύτρα και γλυπτικής με τον μεγάλο δάσκαλο του κλασικισμού Γεώργιο Βρούτο στο Σχολείο των Τεχνών (1891-1897). Με κρατική υποτροφία, συνεχίζει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (1898-1900) και ταξιδεύει στη Φλωρεντία, τη Ρώμη και τη Νάπολη για να μελετήσει την ιταλική γλυπτική. Με την επιστροφή του στην Αθήνα (1900) αρχίζει η ενεργός και δυναμική σταδιοδρομία του στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Ελλάδας, φιλοτεχνώντας προτομές, ανδριάντες, ταφικά μνημεία, αλληγορικές σκηνές και συνεργαζόμενος με την «Πινακοθήκη». Το 1911 εκλέγεται καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου διδάσκει μέχρι τον θάνατο του. Η γλυπτική του Θωμόπουλου χαρακτηρίζεται από μετάβασή της από τα πρότυπα του κλασικισμού προς μια πιο ιμπρεσιονιστική μανιέρα – έχοντας πάντα την ικανότητα να ταλαντεύεται μεταξύ αυτών των δύο τάσεων, όπως φανερώνουν τα δύο έργα της Πινακοθήκης Ε. Αβέρωφ. Το αυστηρό μετωπικό παράστημα και τα ανέκφραστα χαρακτηριστικά του προσώπου της Κόρης, επισφραγίζουν την ακαδημαϊκή παιδεία του γλύπτη, ενώ σε αντίθεση ο Σάτυρος ενσαρκώνει την επιθυμία του για πειραματισμό και εξέλιξη, επαληθεύοντας το χαρακτηρισμό του ως «ρηξικέλευθου» και «ανήσυχου».Η ρευστότητα της επιφάνειας του κορμού, η απεριποίητη μακριά γενειάδα και η τραχιά υφή της ύλης προσδίδουν στο γλυπτό αίσθηση κίνησης και ζωντάνιας, δημιουργώντας μια σχέση αμεσότητας με το θεατή.