Εξωκλήσι, 1923
Ο Σπύρος Παπαλουκάς ήταν διακεκριμένος Έλληνας ζωγράφος, πρόδρομος της Γενιάς του 1930.
Γεννημένος στη Φωκίδα, το 1909 γίνεται δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με δασκάλους τον Γεώργιο Ροϊλό, τον Γεώργιο Ιακωβίδη, τον Σπύρο Βικάτο, κ.ά. Την περίοδο της φοίτησής του, ζωγραφίζει εικόνες για το τέμπλο του ναού του Αγίου Δημητρίου της Δεσφίνας. Από το 1916 έως το 1921, συνεχίζει τις σπουδές του στο Παρίσι, στις Ακαδημίες Julien και Grande Chaumiere.
Στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει για τέσσερα χρόνια (1917-1921), ζωγραφίζει ακατάπαυστα και επισκέπτεται μουσεία και γκαλερί. Βλέπει την επανάσταση που έχει συντελεστεί στην τέχνη, προσπαθεί να την κατανοήσει, αλλά απορρίπτει κάθε ιδέα μίμησης. Είναι η εποχή όπου όλες οι μεγάλες ανατροπές της μοντέρνας τέχνης έχουν ήδη συντελεστεί: Φοβισμός, Ιμπρεσιονισμός, Κυβισμός, Εξπρεσιονισμός, Αφαίρεση, και αναδύεται ο Σουρεαλισμός. Άλλωστε, ο Παπαλουκάς ανήκει στην ίδια γενιά με τους σουρεαλιστές ζωγράφους. Κανένα όμως από αυτά τα ρεύματα δεν τον επηρεάζει άμεσα. Η “προσήλωσή του στο αντικείμενο” θα τον φέρει κοντά στα μεταϊμπρεσιονιστικά κινήματα, απ’ όπου εξάλλου αντλούν διδάγματα όλοι οι σύγχρονοι Έλληνες μοντερνιστές.
Το 1921, εγκαταλείπει το Παρίσι και τις σπουδές ιατρικής και ζωγραφικής και επιστρέφει στην Ελλάδα για να ακολουθήσει τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ζωγράφος, μαζί με τον Περικλή Βυζάντιο και τον Παύλο Ροδοκανάκη. Συναισθανόμενος το χρέος του να συμβάλει με τις δικές του δυνάμεις στη σημαντική αυτή στιγμή της ιστορίας, αναχωρεί για τη Σμύρνη. Η συγκομιδή της Μικράς Ασίας υπήρξε πλούσια. Δημιούργησε σχεδόν 500 έργα: σχέδια, μελάνια, ακουαρέλες, τα οποία παρουσιάστηκαν τον Ιανουάριο του ’22 στο Ζάππειο στην έκθεση “Πρώτη πολεμική έκθεση στρατιάς Μικράς Ασίας”.
Το 1940, διορίζεται σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων σε θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας και από το 1941 μέχρι το 1957 διατελεί διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης Αθηνών. Διδάσκει ελεύθερο σχέδιο στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το 1945 έως το 1951, και το 1956 εκλέγεται καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών.
Πεθαίνει το 1957 στην Αθήνα, όντας αναγνωρισμένος ανάμεσα στους κορυφαίους νεοέλληνες ζωγράφους. Μετά τον θάνατό του, το έργο του παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας σε αναδρομική έκθεση το 1976 και στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το 1982. Το 2006, η κόρη του και μοναδική κληρονόμος του, Ασημίνα Παπαλουκά, δωρίζει το σύνολο σχεδόν του έργου του στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, του οποίου ο ιδρυτής είχε υπάρξει μαθητής του Παπαλουκά.