Φετιχιέ τζαμί
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Υπήρξε μαθητής στο εργαστήρι του Γ. Βακιρτζή από το 1979 έως το 1980 και σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) από το 1983 έως το 1988, με καθηγητές τους Δ. Κοκκινίδη, Δ. Μυταρά και Β. Δημητρέα. Πήρε υποτροφίες του Ι.Κ.Υ. το 1985 και το 1986 και το 1988 αποφοίτησε με άριστα. Συνέχισε τις σπουδές του στο Hochschule der Künste του Βερολίνου στο εργαστήριο του M. Kassab-Bachi με υποτροφία από την εταιρεία Bosch.
Η πρώτη του έκθεση έγινε στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο «Ώρα» του Α. Μπαχαριάν το 1989, ενώ μια από τις πρώτες σημαντικές του εκθέσεις ήταν αυτή στη γκαλερί «Titanium» το 1995. Μεταξύ των ετών 1990 και 1992 έζησε και διοργάνωσε εκθέσεις στο Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη. Από το 1992, έχει εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Αθήνα. Έχει συνεργαστεί με δεκάδες γκαλερί και μουσεία σε όλη την Ελλάδα, λαμβάνει μέρος τακτικά στις Art Athina και Art Thessaloniki από το 2001, ενώ έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές στην Αμερική, την Ιαπωνία, την Ελβετία, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Κύπρο και τη Σαουδική Αραβία. Έργα του υπάρχουν επίσης στο Μουσείο Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, τη συλλογή της ΑΣΚΤ, τη Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, τη Βουλή των Ελλήνων, τη συλλογή του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», κ.α., ενώ έχει εκθέσει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γενεύης το 2003, όπου η έκθεσή του με τίτλο «Communicative Art» πραγματοποιήθηκε στο Château de Coudrée με χορηγία από την εταιρεία Lockheed Martin.
Το έργο δημιουργήθηκε το 2023 και ανήκει σε μία μικρή σειρά του καλλιτέχνη, με θέμα τον τόπο καταγωγής του, τα Ιωάννινα. Το Φετιχιέ τζαμί, που σημαίνει «το τζαμί της κατάκτησης», είναι το σύμβολο της οθωμανικής κυριαρχίας επάνω στην πόλη των Ιωαννίνων, μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μέσα στους αιώνες, ο μουσουλμανικός αυτός χώρος λατρείας απέκτησε διαφορετική σημασία για τους υποδουλωμένους Έλληνες της περιοχής, με τη σημερινή του μορφή να συνδέεται περισσότερο με τον Αλή πασά, ο οποίος αναμόρφωσε το τζαμί το 1795. Η πρόθεση του καλλιτέχνη, διαλέγοντας αυτή τη θεματολογία, φαίνεται να είναι διττή, θέλοντας να δείξει αφενός τη συμπόνια του για τις κακουχίες που πέρασαν οι ντόπιοι κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, και αφετέρου το θαυμασμό του για την εγκαρτέρησή τους και την κρυφή φλόγα του ελληνισμού μέσα τους, που παρέμεινε ζωντανή για τόσους αιώνες.