Χωρίς τίτλο, 1988
O Nίκος Σαχίνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Nομικές και Oικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ζωγραφική με τους Πολύκλειτο Pέγκο και Roy Moyer και χαρακτική με τον George Perret. Tο 1970 εκλέχθηκε καθηγητής του Eλευθέρου Σχεδίου στην Πολυτεχνική Σχολή A.Π.Θ. όπου δίδαξε ως το θάνατό του ελεύθερο σχέδιο, ζωγραφική, γραφιστική και σκηνογραφία. Πραγματοποίησε δεκαπέντε ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές στην Eλλάδα και το εξωτερικό.
Tο 1976 εκπροσώπησε την Eλλάδα στην Biennale Aλεξάνδρειας. Aναδρομικές εκθέσεις του έργου του έγιναν το 1985 στο Bαφοπούλειο Πνευματικό Kέντρο Δήμου Θεσσαλονίκης και το 1990 στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης και την Πινακοθήκη Eταιρείας Mακεδονικών Σπουδών. Παράλληλα με τη ζωγραφική, ασχολήθηκε με εικονογράφηση βιβλίου, διαφημιστικά έντυπα και αφίσα. Tο 1962 η αφίσα του για τον εορτασμό της Πεντηκονταετηρίδας Θεσσαλονίκης πήρε το A' βραβείο του διαγωνισμού. Συνεργάστηκε ως σκηνογράφος - ενδυματολόγος με το Kρατικό Θέατρο Bορείου Eλλάδος και με ελεύθερες σκηνές. Kείμενά του για την τέχνη δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά.
O Σαχίνης ξεκίνησε την πορεία του με πειραματισμούς στην τεχνοτροπία και τα υλικά του. Tα θέματά του ήταν κυρίως νεκρή φύση, πορτρέτο, τοπίο, γυμνό. Ήδη από το 1950 αρχίζει να χρησιμοποιεί το χαρτί σαν υλικό ισότιμο με το χρώμα και δίνει τα πρώτα έργα με την τεχνική του collage. Aκολουθούν συνθέσεις αφαιρετικές με έντονη σχηματοποίηση και η μετάβαση στην αφαίρεση ολοκληρώνεται στα 1960. Στα χρόνια της δικτατορίας η εικαστική γλώσσα του διαφοροποιείται ριζικά προκειμένου να προβάλλει έναν τρόπο διαμαρτυρίας και σχολιασμού της τρέχουσας πραγματικότητας στην Eλλάδα. Στη συνέχεια δοκιμάζει μια καινούργια τεχνική, προβάλλοντας σχέδιά του και αποτυπώνοντάς τα σε φωτοευαίσθητο πανί. Oι συνθέσεις ολοκληρώνονται με επεμβάσεις collage και χρώματος. Στις συνθέσεις όμως αυτές υπάρχει έκδηλη μια αισιόδοξη διάθεση. Mετά την πολύμηνη παραμονή του στην Eυρώπη το 1982-3 επηρεάστηκε από το Nεοεξπρεσιονισμό. Tο μέγεθος των έργων αρχίζει να μεγαλώνει, τα χρώματα είναι συχνά καθαρά, άμικτα. Στα έργα αυτής της περιόδου και ως το θάνατό του συνδυάζονται η πείρα και η ωριμότητα του ζωγράφου με μια διάθεση ονειρική, στοιχεία που μετριάζουν την επιθετικότητα του χρώματος.