Λιμάνι
Ο Σπύρος Βασιλείου, ανήσυχη καλλιτεχνική μορφή του τόπου μας, πρωτοστάτησε από τα σπουδαστικά του ήδη χρόνια στο Σχολείο των Καλών Τεχνών, τη δεκαετία το 1920, σε αγώνες για ελεύθερη έκφραση και δημιουργία, πέρα από τις συμβάσεις της ακαδημαϊκής διδασκαλίας. Κατά τη δεκαετία του 1930, μάλιστα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής τέχνης που κινήθηκε ανάμεσα στο μοντερνισμό και τη βυζαντινή ή τη λαϊκή παράδοση. Με βαθιά πεποίθηση ότι η εθνική κληρονομιά μπορεί να προσφέρει στην αναδημιουργία και την ανανέωση της τέχνης, χωρίς παράδοση άνευ όρων σε αυτή, πέτυχε να αναπλάσει το ιστορικό υλικό και να το αναμορφώσει σε δημιουργία που φέρει έντονα αρχές και ερμηνείες της μοντέρνας ζωγραφικής. Οι βυζαντινές μνήμες, ιδιαίτερα στην απόδοση του βάθους και της προοπτικής –που δεν ακολουθούν την πρισματική διάταξη των αξόνων προς το νοητό σημείο συνάντησης–, ανιχνεύονται ακόμη και σε έργα της τελευταίας περιόδου του καλλιτέχνη, όπου ο υπερρεαλιστικός χώρος αναπτύσσεται με αυθαίρετες επεμβάσεις, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας μεταφυσικής, ποιητικής ατμόσφαιρας.
Στο έργο Λιμάνι συναντάμε τις αρχές του Βασιλείου, όπου το γαλάζιο της θάλασσας έχει αντικατασταθεί από το χρυσό φόντο των Βυζαντινών, που σαν υπερβατικό φως κατακλύζει τη σύνθεση, και μέσα του αιωρούνται καράβια, κτίσματα, ο φάρος, δίνοντας πνευματικό περιεχόμενο σε αυτό που συμβαίνει σε ένα χώρο όπως το λιμάνι.