Το λιμάνι της Ζέας, 1964
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με καθηγητές τους Σπύρο Βικάτο και Κώστα Παρθένη (1928-33). Μαθήτευσε επίσης δίπλα στον Φώτη Κόντογλου, από τον οποίο μυήθηκε στη βυζαντινή τέχνη. Το 1935-36 βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί ελεύθερα εργαστήρια και εξοικειώθηκε με τον Κυβισμό και το Σουρεαλισμό.
Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε κυρίαρχη φυσιογνωμία ανάμεσα στους δημιουργούς της “γενιάς του ’30”. Με το έργο του, μοντέρνο και συγχρόνως βαθιά ελληνικό, συντέλεσε στην ανανέωση της ελληνικής τέχνης, επιτυγχάνοντας τη σύζευξη της εθνοκεντρικής ιδεολογίας της γενιάς του με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία, ενώ συγχρόνως προσέφερε το μέτρο με το οποίο η σύγχρονη τέχνη μπορεί να υπηρετήσει την εθνική κληρονομιά. Ζωγράφος αλλά και στοχαστής, με ευρύτητα σκέψης και πολυμάθεια, ζυμώθηκε με τα νέα κινήματα του 20ού αιώνα που έζησε κατά την παραμονή του για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι (1934-1936, 1967-1980). Έτσι, στοιχεία της ελληνικής παράδοσης όπως τα βίωσε μελετώντας τη λαϊκή τέχνη και τον Καραγκιόζη, αλλά και την ελληνιστική, τη βυζαντινή και την τέχνη των φαγιούμ ερμηνεύονται μέσα από την αραβουργηματική γραφή του Matisse με κοινό στοιχείο την ανατολίτικη ρίζα. Λαμπερά χρώματα σε καθαρές επιφάνειες που καταργούν τον όγκο αλλά και στάσεις που παραπέμπουν σε αναπαραστάσεις της αρχαιότητας, είναι τα κύρια εκφραστικά μέσα που χρησιμοποίησε για να αποδώσει τους “λαϊκούς” ανδρικούς τύπους. Ναύτες, στρατιώτες, ποδοσφαιριστές, είτε απεικονίζονται ντυμένοι ή γυμνοί, είτε όρθιοι ή καθιστοί, αποδίδονται με την ίδια πάντα μνημειακότητα, με διάθεση εξύμνησης της καθημερινότητάς τους. Σε μια καθαρά ανθρωποκεντρική ζωγραφική που διατρέχει όλη την καλλιτεχνική του δημιουργία, ο Τσαρούχης βιώνει την κατάφαση της ζωής, όπου το πρόσωπο και το σώμα διατηρούν απαραβίαστα την ακεραιότητα και την ομορφιά τους.
Ζωγράφος με μοναδικό ταλέντο, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.
Το έργο Λιμάνι της Ζέας φέρει χρονολογία 1964. Στα χρόνια ανάμεσα στο 1950 και το 1966 συναντάμε μια περισσότερο συχνή απεικόνιση τοπίου, με νεοκλασικά κτίσματα, τοπία-απόψεις της Αθήνας και του Πειραιά, αναπόσπαστο κομμάτι της νεοελληνικής ιστορίας και παράδοσης. Ο Τσαρούχης ο ίδιος αναφέρει το «αίσθημα φόβου» με το οποίο πλησιάζει τη φύση και το σεβασμό που τον εμπνέει. Στο έργο αυτό, ο Τσαρούχης περιγράφει το θέμα του με λυρισμό και ρεαλισμό ταυτόχρονα. Χρησιμοποιεί λιτή χρωματική κλίμακα για να αποδώσει τη φύση, τα κτίσματα, τους ανθρώπους ως κομμάτια ενός πελώριου σκηνικού, άλλοτε μαγευτικού και άλλοτε όχι. Εξάλλου, παράλληλα με το ζωγραφικό του έργο, η ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία υπήρξε σημαντική και πλούσια.