Το λιμάνι του Βόλου, π. 1890
Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης συγκαταλέγεται στους μεγάλους Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Μαθητής και αυτός του von Piloty, διαμόρφωσε την τέχνη του στο πλαίσιο της Σχολής του Μονάχου. Μετά την αποφοίτησή του, παρέμεινε στη βαυαρική πρωτεύουσα έως το 1883, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα και δίδαξε στο Σχολείο των Καλών Τεχνών. Ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη θαλασσογραφία. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια ευρύτητα προβληματισμών, τόσο στη σχολαστική παρατήρηση της θάλασσας, όσο και στη λεπτομερή απόδοση σκαφών, λιμανιών, ακτών. Ελεύθερες μελέτες με ιμπρεσιονιστική διάθεση και γνήσια υπαιθριστική αντίληψη εναλλάσσονται με σφιχτές και αυστηρές απεικονίσεις που ακολουθούν τα ολλανδικά πρότυπα. Η συστηματική ενασχόλησή του με τη θάλασσα είχε ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί πατέρας της ελληνικής θαλασσογραφίας. Η σχέση του Βολανάκη με την πόλη του Βόλου και το Πήλιο είναι γνωστή από τις βιογραφίες του. Ο εμπορικός οίκος στην Τεργέστη όπου εργάστηκε από το 1856 ως λογιστής ανήκε στο Γεώργιο Αφεντούλη, ο οποίος καταγόταν από τη Ζαγορά του Πηλίου και η ανιψιά του Φανή παντρεύτηκε το Βολανάκη το 1875.
Στο έργο Το λιμάνι του Βόλου, μια από τις πολλές παραλλαγές του θέματος, ο Βολανάκης δίνει μια νυχτερινή εικόνα του λιμανιού, όπου στο φεγγαρόφωτο περιπατητές απολαμβάνουν τη βόλτα τους στην αποβάθρα πεζοί ή με αμαξάκι. Αριστερά επάνω στις γραμμές κινείται ένα ιππήλατο βαγόνι, ενώ στη θάλασσα δεσπόζει ένα μεγάλο καράβι και μερικά μικρότερα αριστερά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη σύνθεση παίζουν οι απεικονίσεις των πλοίων, καθώς –λουσμένα στο φως του φεγγαριού– αναδεικνύουν τη λεπτολόγο περιγραφή στην οποία καταφεύγει ο Βολανάκης για την απόδοση των “πλοιογραφιών” του. Παρόλο που η χρωματική κλίμακα είναι περιορισμένη λόγω της νύχτας, η έντονη αντίθεση μεταξύ σκοτεινών και φεγγαρόλουστων μερών, δίνει ρομαντικό χαρακτήρα στο έργο και μια ηρεμία που συναντάται συχνά στις θαλασσογραφίες του.