Μία χώρα, 1959
Ο Αλέκος Κοντόπουλος πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1923-1929) και τις ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumière του Παρισιού στη συνέχεια. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του πορεία, έχοντας μια καθαρά νατουραλιστική αντίληψη για την τέχνη, ακολουθώντας τα κλασικά πρότυπα της “υψηλής” τέχνης που είχε μελετήσει, τόσο στα μουσεία της Ευρώπης, όσο και στο Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο, όπου άρχισε να εργάζεται από το 1941 ως μουσειακός καλλιτέχνης. Aπό το 1949 αρχίζει να προσχωρεί στην αφηρημένη τέχνη, προσχώρηση που ολοκληρώνεται κατά τη δεκαετία του 1950 και με την οποία με όλο και δραματικότερο τρόπο, όσο ωριμάζει, εκφράζει τον προβληματισμό του και την απαισιοδοξία του πάνω στην αποδόμηση της μορφής και του αντικειμένου. Παρ’ όλα αυτά, στο έργο του διατηρείται το πάθος του για την τέχνη του μέτρου και της χρυσής τομής, που αποτέλεσε το πνευματικό υπόβαθρο στις πρωτοποριακές τάσεις του, με αποτέλεσμα στις συνθέσεις του να κυριαρχεί η αρχιτεκτονική δομή, η ισορροπία των στοιχείων, η εσωτερική οργάνωση, χαρακτηριστικά με τα οποία γίνεται αντιληπτή η πρωταρχική ιδέα και σύλληψη.
Το Μια χώρα, όπου μόλις διαγράφεται μέσα σε μια αφηρημένη σύνθεση ένας αρχαίος ναός στην κορυφή ενός λόφου με ένα έντονο γαλάζιο στη βάση του που παραπέμπει σε καταγάλανη θάλασσα, είναι κατά πάσα πιθανότητα αυτό που αναλύει ο κριτικός τέχνης Raoul-Jean Moulin σε άρθρο που δημοσίευσε στο Lettres Françaises με την ευκαιρία της έκθεσης του Κοντόπουλου στη γκαλερί Creuse του Παρισιού το 1959. «ο Αλέκος Κοντόπουλος, επιχειρεί να κατακτήσει με μια υπαινικτική απεικόνιση την απόλυτη ελευθερία ώστε να εκφράσει καλύτερα την εσωτερική δομή, επιτυγχάνοντας έτσι να αποδώσει τη δύναμη ενός χρωματικού λυρισμού, που τον οδηγεί στην ανακάλυψη της διαφάνειας "Μιας χώρας" εκφράζοντας τη δύναμή της».