Μνήμη στην Αλβανία, 1985
Με ελεύθερες σπουδές ζωγραφικής σε ακαδημίες του Παρισιού, όπου μετέβη μετά το πέρας της φοίτησής του στη Σχολή της Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, φιλοτέχνησε υδατογραφίες, ελαιογραφίες, τέμπερες, σχέδια, αγιογραφίες. Είναι ένας από τους ζωγράφους που στράφηκαν προς μια ελληνική ζωγραφική, απεικονίζοντας την ομορφιά της καθημερινότητας, χωρίς μεταφυσικές περιπλοκές ή το άγχος της πρωτοτυπίας, αλλά με απέραντο σεβασμό στην ανάδειξη της αυτονομίας του θέματός του. Η “ελληνικότητά” του δεν σχετίζεται με την επιστροφή στις αξίες της μακραίωνης ιστορίας και του πολιτισμού, όπως αυτή βιώθηκε από τους καλλιτέχνες της “γενιάς του ’30” που βρέθηκαν στο Παρίσι, αλλά με την ανάγκη μιας βαθιάς κατανόησης του καθημερινού συμβάντος, το οποίο αποδίδεται μέσα από την καθαρότητα και ηπιότητα του χρωματικού τόνου, που μετουσιώνεται από τον ήλιο και το φως. Η ζωγραφική του, φιλτραρισμένη μέσα από τη γαλλική εμπειρία των μετα-ιμπρεσιονιστών, αποκτά μια πνευματικότητα που είναι μια ήρεμη κατάφαση ζωής, εξύψωση του ταπεινού και ασήμαντου μέσα από την ειλικρίνεια της καθαρής όρασης.
Στο έργο Μνήμη Αλβανίας, που συνιστά επανάληψη παλαιότερου πίνακα, απεικονίζεται η πορεία ενός έφιππου στρατιώτη στο μέτωπο του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Ζωγραφισμένο το 1985 αποδίδεται με περισσότερη ελευθερία, σε σχέση με το παλαιότερο έργο, καθώς πολλά στοιχεία, όπως τα χέρια του ιππέα, η κουβέρτα που κρατά και το γύρω τοπίο, απεικονίζονται με αχνές πινελιές, χωρίς λεπτομέρειες, σαν ο χρόνος να επέφερε το ξεθώριασμα της μνήμης. Όπως συχνά συμβαίνει στη ζωγραφική του Βουρλούμη, η σύνθεση γεμίζει όλο το έργο, έτσι που αυτή να τείνει προς τον εξωτερικό κόσμο, σε πλήρη ταύτιση του στρατιώτη με το κακοτράχαλο περιβάλλον, ταύτιση που τονίζεται και με τη βαριά χρωματολογία στους ίδιους τόνους στο στρατιώτη, το άλογο, το έδαφος, τα βουνά.