Μοναχικό Περιστέρι, 1983
Αρχικά θέλησε να ασχοληθεί με πολιτικές επιστήμες και γι’ αυτό γράφτηκε στην Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε για να σπουδάσει στην ΑΣΚΤ και να συνεχίσει στην École des Beaux Art στο Παρίσι. Ήδη στα πρώτα έργα του, τα οποία φιλοτέχνησε μετά την άφιξή του στο Παρίσι το 1957, ανιχνεύονται οι προβληματισμοί του στην απόδοση του αντικειμένου και τη θέση του στο χώρο, καθώς η εξωτερική εικόνα, αποσυνδεδεμένη από το γήινο συμβατικό πλαίσιο, εντάσσεται σε μια νέα πραγματικότητα, επέκεινα του φυσικού, στη σφαίρα του υπερβατού. Με μια έξοχη σχεδιαστική ικανότητα και βαθιά γνώση των παλιών ζωγραφικών αξιών, ο καλλιτέχνης θα υπερβεί τη λειτουργία των αντικειμένων μέσα στο καθορισμένο περιβάλλον τους και τον στατικό τους χώρο, δημιουργώντας μια ζωγραφική που υποβάλλει την ποίηση, τη μαγεία. Βάζα με λουλούδια, καρποί, φύλλα, πουλιά αιωρούνται σε ένα χώρο απέραντο και ακαθόριστο, αντιρρεαλιστικό, αφού λείπουν οι σταθεροποιητικές γραμμές του εδάφους. Η διάχυτη φωτεινότητα που περιορίζει το πλάσιμο της φόρμας, η λιτή έως μονοχρωματική τονικότητα, το καθαρό αλλά παγερό πολλές φορές σχέδιο προσφέρουν μια θέα φαινομένων πέρα από τη φυσική όραση.
Στο Μοναχικό περιστέρι, έργο του Καρά από τη δεκαετία του 1980, ο σημειολογικός συσχετισμός σε σχέση με τη λιτή σχεδόν μονοχρωματική τονικότητα στις λεπτές αποχρώσεις του γαλάζιου και του άσπρου, η αγαλμάτινη ψυχρότητα που καθηλώνει το πουλί σε μια δραματική ακινησία, δεν ανάγει αποκλειστικά στο συμβολισμό με τον οποίο συνδέεται το περιστέρι, αλλά μέσα από την εμπειρία του υπερρεαλισμού λαμβάνει προεκτάσεις επέκεινα του συμβατού χώρου και χρόνου, αφού μορφοποιεί μια νέα πραγματικότητα, όπου συμβιώνουν το παρελθόν με το παρόν, το πρόσκαιρο και το αιώνιο, μνήμες και φαινόμενο, κίνηση και ακινησία.