Μοναστήρι, 1913
Μαθητής του Νικηφόρου Λύτρα και του Κωνσταντίνου Βολανάκη (1888-1893), ο Βασίλειος Χατζής, τόσο με την άρτια τεχνική και την τελειότητα του σχεδίου του, όσο και την ελεύθερη χρωματική ανάπτυξη του θέματος, δημιουργεί την αίσθηση μιας νέας ζωγραφικής, που σε ορισμένα μάλιστα έργα αγγίζει την ελευθερία των ιμπρεσιονιστών. Ακόμα και έργα του με περισσότερα ρεαλιστικά στοιχεία, έχουν εκείνα τα χρωματικά και σχεδιαστικά χαρακτηριστικά που τον κατατάσσουν στους ζωγράφους που έδωσαν νεωτεριστική μορφή στη νεοελληνική τέχνη.
Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-3, απεικόνισε τη δράση του ελληνικού στόλου. Γενικά ασχολήθηκε με τη θαλασσογραφία και με τα θέματα από τη ζωή των ναυτικών, ακολουθώντας τα διδάγματα της σχολής του Μονάχου και ιδιαίτερα του δασκάλου του Κ. Βολανάκη.
Το Μοναστήρι, που φέρει χρονολογία 1913, και πρέπει να έγινε λίγο πριν από το θάνατο του καλλιτέχνη, μπορούμε να πούμε ότι ορίζει το εύρος της δημιουργίας του ζωγράφου, ο οποίος ξεκινώντας από το συμβατικό πλαίσιο της ακαδημαϊκής αντίληψης στρέφεται προς μια ζωγραφική, όπου το φως και το χρώμα πρωταγωνιστούν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Χατζής ανέπτυξε μια τοπιογραφία που μπορεί να ενταχθεί στις προοδευτικές υπαιθριστικές τάσεις της εποχής του, με έντονο χρώμα και παχύρρευστη –σε κατά ζώνες παράθεση– πινελιά, στο πλαίσιο ενός εξπρεσιονισμού, τα μηνύματα του οποίου έφταναν από το Μόναχο. Ίσως δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε την επίδραση του ζωγράφου Γιώργου Μπουζιάνη με τον οποίο ο Χατζής συνδεόταν με στενή φιλία.
Το πέρασμα της παρατηρητικής ματιάς στην εικόνα της εκκλησίας του μοναστηριού φανερώνει την εξελικτική πορεία του Χατζή και την προσφορά του στην σύγχρονη ελληνική ζωγραφική.