Παληά στέγη, 1986
Ο Σωτήρης Σόρογκας υπήρξε μαθητής του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών (1957-1961) και στη συνέχεια υπότροφος του Ιδρύματος Ford για μελέτη της σύγχρονης τέχνης στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο αλλά και στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ανήκει στους καλλιτέχνες που τη δεκαετία του 1960, παράλληλα με το ρεύμα της νέας αφαίρεσης και την πρόταξη της χειρονομίας και της ιδέας έναντι του αντικειμένου, θέτουν εκ νέου το πρόβλημα της αναπαράστασης αλλά με νέους κριτικούς και πολιτισμικούς όρους. Γραμμικό, ακριβές σχέδιο με τονικό περίγραμμα, ουσιαστικός ρόλος του φωτός, που από τη μια μεριά κατακλύζει τον χώρο δημιουργώντας ονειρικές καταστάσεις, ενώ από την άλλη δίνει όγκο στα αντικείμενα, ελάχιστη αλλά και γι’ αυτό εμφατική χρήση του χρώματος με μεταφορική λειτουργία, επαναληπτικά σχήματα, αναδεικνύουν τη ζωγραφική του καλλιτέχνη σημαντικό φορέα κριτικής σκέψης και προβληματισμού. Στη ζωγραφική του, σωροί από πέτρες, ξύλα, πόρτες, στόμια πηγαδιών, μισογκρεμισμένες σκεπές, ερείπια, αιωρούνται στο εκτυφλωτικό φως του μουσαμά, τα ίδια φως, τονισμένα με τόσο μόνο χρώμα –συνήθως γκρίζο–, όσο χρειάζεται για να υποδηλωθεί ο όγκος τους. Aνάμεσά τους στην αρχή, αργότερα στο κέντρο, η μαύρη τρύπα του χάους, που κάποτε σκίζεται από έντονο κόκκινο χρώμα, πηγή ελπίδας και ζωής. H απόλυτη αίσθηση του κενού, της σιωπής, της ερημιάς υποβάλλεται από την εξαιρετικά λιτή χρήση των εκφραστικών μέσων. Mε τη μοναδική κυριαρχία του λευκού και του γκρίζου, τονισμένου με κάποια βαθιά γαιώδη απόχρωση που η χρήση της διευρύνεται τα τελευταία χρόνια, και με την παντελή έλλειψη ανθρώπινης μορφής υποβάλλεται ακόμα περισσότερο η αίσθηση αυτή. Tα αντικείμενα που ορίζουν το χώρο, διευθετημένα σε πυκνή σύνθεση γεμάτη ένταση, που συνενώνει και απορροφά, αποτελούν συγχρόνως μήτρα που γεννά, χάος που ανασυντάσσεται σε συνεχή ροή φθοράς και αναδημιουργίας.
Στην Παλιά στέγη απεικονίζεται ένας κόσμος λεηλατημένος από τη φθορά και την εγκατάλειψη. Μισοσπασμένα κεραμίδια, φαγωμένα καδρόνια και πέτρες, με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, προβάλλουν σε πυκνή σύνθεση στο εκτυφλωτικό φως ενός πάλλευκου μουσαμά. Με σκιαγραφική λιτότητα στην απεικόνιση των διάφορων στοιχείων του πίνακα και την ιδιότυπη σχεδόν μονοχρωματική απόδοση των επιφανειών, επιτείνεται η αίσθηση της απουσίας και της σιωπής που οδηγεί πέρα από τον κόσμο της πραγματικότητας, σ’ ένα χώρο μεταφυσικό, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ποιητική πρόκληση της αντικειμενικότητας.