Προσωπογραφία Βασίλισσας Σοφίας, 1915
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, πρώτος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης και διευθυντής της Σχολής Καλών Τεχνών, καθιερώθηκε με το πολύπλευρο έργο του ως μια από τις ηγετικές μορφές της νεοελληνικής τέχνης του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Από τα νεανικά του χρόνια στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ακολούθησε μια πορεία συνεχών αναζητήσεων και προβληματισμών. Αφομοιώνοντας τις αρχές της ζωγραφικής στις οποίες τον μύησε ο δάσκαλός του στην Αθήνα Νικηφόρος Λύτρας, έγινε γόνιμος δέκτης των διάφορων τάσεων που είχαν ήδη διαμορφωθεί στην Ακαδημία του Μονάχου, όταν έφτασε εκεί το 1878, τάσεις που κινούνταν ανάμεσα στο ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό. Από τα καθαρά ηθογραφικά θέματα των χρόνων της μαθητείας του στην Αθήνα, προχώρησε αρχικά σε απεικονίσεις μυθολογικών θεμάτων –όπου κυριαρχούσε ο χαρακτήρας της σχολής του von Piloty–, για να καταλήξει στη χαρακτηριστική ζωγραφική του με σκηνές από την παιδική και οικογενειακή ζωή.
Η Προσωπογραφία της Βασίλισσας Σοφίας βρισκόταν στην κατοχή του Ιακωβίδη, ο οποίος μάταια ήλπιζε να την πουλήσει για να δώσει λύση στα οικονομικά του προβλήματα. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι ο Ιακωβίδης φιλοτέχνησε το 1917, ύστερα από παραγγελία του Υπουργείου Στρατιωτικών, προσωπογραφία της βασίλισσας. Ή το Υπουργείο δεν παρέλαβε ποτέ το πορτρέτο που είχε παραγγείλει, και ο Ιακωβίδης το προχρονολόγησε για δικούς του λόγους, ή ο πίνακας είναι άσχετος με την παραγγελία αυτή, μια προσωπογραφία που άγνωστο γιατί δεν παρελήφθη ποτέ από τα Ανάκτορα. Στον πίνακα, ο οποίος φιλοτεχνήθηκε 10 χρόνια μετά την Προσωπογραφία του Παύλου Μελά, ο Ιακωβίδης επιχειρεί μια πιο περίπλοκη σύνθεση, εισάγοντας κάποια στοιχεία που πίστευε ότι θα έδιναν στο έργο του πιο σύγχρονη μορφή. Ακολουθώντας το γνωστό από παλαιότερες προσωπογραφίες τρόπο απεικόνισης της μορφής, αφήνει το φως –που έρχεται από συγκεκριμένη κατεύθυνση–να αναδείξει το πρόσωπο, το μπούστο, το πολυτελές ένδυμα της βασίλισσας. Συγχρόνως με το άνοιγμα αριστερά στον εξώστη, τη θέα προς την Ακρόπολη και τις ιώδεις ανταύγειες του δειλινού προσπαθεί, έστω και υπαινικτικά, να δώσει μια εικόνα υπαίθρου.