Ύδρα, οδός Μητροπόλεως, 1936
Ο κορυφαίος Έλληνας ζωγράφος Γιάννης Μόραλης υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκφραστές του ελληνοκεντρικού μοντερνισμού, που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930 και που συνέχισε και μετά το Β´ Παγκόσμιο πόλεμο να αποτελεί ουσιαστικό προβληματισμό για πολλούς Έλληνες δημιουργούς. Με βαθιά γνώση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού που απέκτησε κοντά στο φιλόλογο πατέρα του και πλήρη αποδοχή των προτύπων της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας που γνώρισε στη Ρώμη και το Παρίσι κατά τη διάρκεια των σπουδών του (από το 1937 έως το 1939), δημιούργησε ένα έργο όπου η ανθρώπινη μορφή και το πεπρωμένο της κατέχουν κυρίαρχη θέση. Λάτρης του γυναικείου σώματος και της αιώνιας σχέσης άνδρα - γυναίκας, απεικονίζει, μετά την επιστροφή του από το Παρίσι, με μοναδική συνέπεια αλλά και συνεχώς εξελισσόμενη πορεία, κορίτσια στο ερωτικό τους μέστωμα, νεανικά ζευγάρια στις μοναχικές τους στιγμές. Με έντονο πάντα μέσα του το ερώτημα του Έρωτα και του Θανάτου, του Αιώνιου και του Φθαρτού, δημιουργεί μνημειακές μορφές που αντλούν από τις αρχαίες επιτύμβιες στήλες, καθώς στέκονται σιωπηλές, μοναχικές μέσα στην αυτοσυγκέντρωσή τους. Είτε χρησιμοποιεί το τονικό πλάσιμο –στις αρχές της δημιουργίας του– για την απόδοση της αισθησιακής σάρκας, είτε περικλείει, μέσα στο λιτό περίγραμμα, τον όγκο σε προσεγμένες γεωμετρικές ενότητες όλο και πιο αφαιρετικές, οι μορφές του είναι το ίδιο ιερατικές, πνευματικές, συμβολικές, αλλά και τρυφερές, ονειρικές, γαλήνιες. Με πλούσια ζεστά χρώματα σε λιτές απλές συνθέσεις, ο Μόραλης από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του συνταιριάζει την ουμανιστική παιδεία που πήρε από την οικογένειά του με την εκφραστική δύναμη του χρώματος που γνώρισε στο Παρίσι, μέσα από τα έργα των Φωβ και ιδιαίτερα του Derain, τείνοντας από την πρώτη στιγμή προς το κλασικό ιδεώδες που αναζητά την ισορροπία ανάμεσα στο στοχασμό και το πάθος, το λυρισμό και τη βαθιά εσωτερική διεργασία που ανάγει στην ιδέα.