Το μοναστήρι της Σιμωνόπετρας, 1933
Μαθητής του Νικόλαου Λύτρα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, απ’ όπου αποφοίτησε το 1926 και από τους ανήσυχους καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1920, που αντιλαμβάνονται ότι κάτι καινούριο κυοφορείται στην ελληνική τέχνη, μέσα από το έργο ζωγράφων σαν του Κωνσταντίνου Μαλέα και του Σπύρου Παπαλουκά, έρχεται το 1930 στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Grande Chaumière και χαρακτικής κοντά στο Δημήτριο Γαλάνη. Βαθιά επηρεασμένος από την προσωπικότητα και το έργο του μεγάλου χαράκτη, στρέφεται στη βυζαντινή ζωγραφική με την οποία έρχεται σε ουσιαστική επαφή, ενώ παράλληλα ανάλογες αναζητήσεις συγχρόνων καλλιτεχνών, όπως του Derain, θα αφήσουν τα ίχνη τους στα έργα του. Το Άγιον Όρος που θα επισκεφθεί αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα και τη μόνιμη εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη το 1935, θα γίνει από τα αγαπημένα θέματά του και ο τελικός σκοπός των αισθητικών του αναζητήσεων. Τοπία, προσωπογραφίες, γυμνά, καθημερινές σκηνές και αγιογραφίες αποτελούν τη θεματογραφία του Ρέγκου στην οποία διακρίνονται εμφανώς οι επιρροές της βυζαντινής τέχνης, αλλά και ο πλούτος των εμπειριών του από τα πολλά ταξίδια του, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία, την Ισπανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα οποία συνέβαλλαν στην ανανέωση της καλλιτεχνικής του έκφρασης και στη χρησιμοποίηση ποικίλων τεχνοτροπιών.
Το Μοναστήρι της Σιμωνόπετρας και η Τράπεζα φιλοτεχνήθηκαν στο Άγιο Όρος το 1933 και προέρχονται από το εξαιρετικά σπάνιο σήμερα λεύκωμα Μοnt Athos. 21 bois graves, με ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο του Πολύκλειτου Ρέγκου και με πρόλογο του Charles Diehl. Το λεύκωμα ήταν εξ' ολοκλήρου χειροποίητο και κυκλοφόρησε σε 50 μόνο αντίτυπα στο Παρίσι το 1934. Αργότερα, ο Ρέγκος τύπωσε ανεξάρτητα και μονόφυλλα, συνήθως 50 από κάθε θέμα του λευκώματος. Η συνθέσεις είναι πυκνές, περιεκτικές και έχουν στόχο περισσότερο να δώσουν μια αίσθηση της ζωής στο Άγιον Όρος, παρά να εικονογραφήσουν λεπτομερειακά τις μονές.