Γαλλικό ιστιοφόρο σε ανοιχτή θάλασσα, 1875
Γιος του Ιταλού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Μπούκουρα, ο Ιωάννης Αλταμούρας ύστερα από τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης, όπου μαθήτευσε κοντά στον καθηγητή Soerensen. Κατά την εκεί μαθητεία του ήρθε σε επαφή με τις νέες υπαιθριστικές και προ-ιμπρεσιονιστικές τάσεις που εμφανίζονται κατά το β´ μισό του 19ου αιώνα και αφομοίωσε τα στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν. Είναι ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη θαλασσογραφία. Απόψεις από τα λιμάνια και τις ακτές της Δανίας είναι οι βασικές πηγές έμπνευσής του. Εντασσόμενος στην ομάδα των καλλιτεχνών της πόλης Σκέεν, ζωγραφίζει μαζί τους στα περίχωρα, προσπαθώντας και αυτός να συλλάβει, με την απευθείας παρατήρηση που προσφέρει η “επί τόπου” ζωγραφική, την εικόνα της διαρκώς μεταλλασσόμενης φύσης τη δεδομένη χρονική στιγμή. Απομακρύνεται από κάθε διηγηματική περιγραφή του αντικειμένου και απελευθερωμένος μελετά τη μεταμόρφωση της ατμόσφαιρας ή της θάλασσας μέσα από τις εναλλαγές του φωτός, τη συγκεκριμένη στιγμή.
Στο έργο Γαλλικό ιστιοφόρο σε ανοικτή θάλασσα απεικονίζεται ένα ιστιοφόρο που πλέει με όλα τα πανιά του ανοιγμένα στη σκούρα μπλε-πράσινη θάλασσα του βορρά. Παρόλο που σ’ αυτό το έργο, η δομή είναι περισσότερο κλασική, ο κυματισμός της μουντής θάλασσας δίδει την αφορμή στον καλλιτέχνη για την απόδοση των παιχνιδιών του φωτός στα κύματα.