Ιστιοφόρα & ατμοκίνητα πλοία, 1874
Γιος του Ιταλού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Μπούκουρα, ο Ιωάννης Αλταμούρας ύστερα από τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης, όπου μαθήτευσε κοντά στον καθηγητή Soerensen. Κατά την εκεί μαθητεία του ήρθε σε επαφή με τις νέες υπαιθριστικές και προ-ιμπρεσιονιστικές τάσεις που εμφανίζονται κατά το β´ μισό του 19ου αιώνα και αφομοίωσε τα στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν. Είναι ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη θαλασσογραφία. Απόψεις από τα λιμάνια και τις ακτές της Δανίας είναι οι βασικές πηγές έμπνευσής του. Εντασσόμενος στην ομάδα των καλλιτεχνών της πόλης Σκέεν, ζωγραφίζει μαζί τους στα περίχωρα, προσπαθώντας και αυτός να συλλάβει, με την απευθείας παρατήρηση που προσφέρει η “επί τόπου” ζωγραφική, την εικόνα της διαρκώς μεταλλασσόμενης φύσης τη δεδομένη χρονική στιγμή. Απομακρύνεται από κάθε διηγηματική περιγραφή του αντικειμένου και απελευθερωμένος μελετά τη μεταμόρφωση της ατμόσφαιρας ή της θάλασσας μέσα από τις εναλλαγές του φωτός, τη συγκεκριμένη στιγμή.
Στα Ιστιοφόρα και ατμοκίνητα πλοία η μεταβλητότητα, με τα συνεχώς κινούμενα σύννεφα, τον κυματισμό στην επιφάνεια της θάλασσας, τον καπνό του πλοίου στο βάθος που παρασύρει ο αέρας, αποδίδεται με τις αντανακλάσεις του φωτός στα κύματα και τον αφρό, και παρόλο που ο ζωγράφος δεν προχωρεί στη διάλυση του φωτεινού τόνου και των περιγραμμάτων των πλοίων, με την αποδέσμευση από τη λεπτομερή περιγραφή και με τη συγχώνευση χρώματος και φόρμας καταλήγει στην απόδοση της εντύπωσης ενός συνόλου. Η σημείωση δε στον πίνακα της ακριβούς ημερομηνίας, κατά την οποία φιλοτεχνήθηκε το έργο, θέλει να δηλώσει ότι η συγκεκριμένη εικόνα αντιστοιχεί στη δεδομένη χρονική στιγμή.