Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, π. 1873
Ο Νικηφόρος Λύτρας, κυρίαρχη προσωπικότητα στην καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας το β΄ μισό του 19ου αιώνα, είναι εκείνος που με τη ζωγραφική και τη διδασκαλία του στη Σχολή Καλών Τεχνών για 40 περίπου χρόνια θα “επιβάλει” μια γραμμή, αυτή της Ακαδημίας του Μονάχου, δίνοντας προσανατολισμό στην ελληνική ζωγραφική και καθιερώνοντας πολλά από τα μετέπειτα χαρακτηριστικά της. Οι σπουδές του στο Μόναχο (1860-1866), η συχνή επαφή του με το Νικόλαο Γύζη καθώς και τα ταξίδια στη βαυαρική πρωτεύουσα και στην Ανατολή, συντέλεσαν στη διαμόρφωση ενός προσωπικού ζωγραφικού ύφους, με την καθιέρωση της ηθογραφίας ως έκφραση της εθνικής ταυτότητας. Ο Λύτρας επιτυγχάνει να διεισδύσει στην ουσία της ελληνικής ζωής και κατορθώνει να την ερμηνεύσει, διατηρώντας τον ιδεαλιστικό χαρακτήρα με την ωραιοποίηση και την εξιδανίκευση στο πλαίσιο της λειτουργίας της ηθογραφίας, αλλά και αναζητώντας, με απλότητα, την αλήθεια τη συγκεκριμένη στιγμή της καθημερινότητας.
Η Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Λύτρα αλλά και της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, αφού όχι μόνο σηματοδοτεί την εξέλιξη της πορείας του καλλιτέχνη, αλλά και τη μετάβαση κατά την απόδοση του ιστορικού θέματος, από τη ρομαντική τάση που κυριαρχούσε στη Σχολή του Piloty, σε μια περισσότερο νατουραλιστική, όπου το ηθογραφικό στοιχείο κατέχει τον κυρίαρχο ρόλο. Στην ανθρωποκεντρική ζωγραφική του Λύτρα, όπως αυτή εξελίχθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο στην Αθήνα το 1865, δεν είναι αυτό καθαυτό το ιστορικό γεγονός που ενδιαφέρει, όσο η προβολή της ηρωικής πράξης που συντελέστηκε από ανθρώπους γενναίους, άξιους προς μίμηση. Η φλεγόμενη ναυαρχίδα, ωθείται στο βάθος του πίνακα, αποτελώντας το σκηνικό μιας ανθρώπινης δράσης, η οποία προβάλλεται σε κοντινό στο θεατή πλάνο. Έτσι, σε αντίθεση με την ασαφή διαπραγμάτευση του βάθους, όπου η ναυαρχίδα χάνεται μισοκρυμμένη από τους καπνούς, η ρεαλιστική απόδοση των Ψαριανών με τον Κωνσταντίνο Κανάρη στη βάρκα προσδίδει στο γεγονός αμεσότητα, καθώς αυτό που ενδιαφέρει τον καλλιτέχνη είναι η αλήθεια. Βασισμένος στις διηγήσεις του ίδιου του Κανάρη, που συχνά τον επισκεπτόταν στο εργαστήριό του όσο φιλοτεχνούσε το έργο, ο Λύτρας προσπαθεί να αποδώσει την υπεράνθρωπη προσπάθεια των αγωνιστών –παράδειγμα για τις επόμενες γενιές–, όπως τη διέσωζε η μνήμη του πυρπολητή, υπηρετώντας με τον τρόπο αυτό τον παιδευτικό χαρακτήρα της ηθογραφίας. Με κάθε λεπτομέρεια αποδίδονται η ένταση των μυών στα χέρια των κωπηλατών, οι χαρακτηριστικές ενδυμασίες με τις βράκες, τα ζωνάρια, τα μαντίλια. Έτσι, ο διηγηματικός χαρακτήρας κερδίζει συνεχώς έδαφος και με μια απλή, σχεδόν μονοχρωματική, κλίμακα που κινείται στα γαιώδη θερμά χρώματα, το έργο αποκτά ήπιο και οικείο χαρακτήρα, χωρίς να χάνει το επικό μεγαλείο του. Το έργο πρέπει να φιλοτεχνήθηκε το 1873 ή λίγο νωρίτερα, αφού αυτή τη χρονιά παρουσιάστηκε στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης. Παρουσιάσθηκε επίσης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1878 και στην Έκθεση υπέρ του Ερυθρού Σταυρού, στη οικία Μελά στην Αθήνα το 1881.