Κύματα, πριν το 1879
Γιος του Ιταλού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Μπούκουρα, ο Ιωάννης Αλταμούρας ύστερα από τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας συνέχισε με υποτροφία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης, όπου μαθήτευσε κοντά στον καθηγητή Soerensen. Κατά την εκεί μαθητεία του ήρθε σε επαφή με τις νέες υπαιθριστικές και προ-ιμπρεσιονιστικές τάσεις που εμφανίζονται κατά το β´ μισό του 19ου αιώνα και αφομοίωσε τα στοιχεία που τις χαρακτηρίζουν. Είναι ο πρώτος Έλληνας ζωγράφος που ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη θαλασσογραφία. Απόψεις από τα λιμάνια και τις ακτές της Δανίας είναι οι βασικές πηγές έμπνευσής του. Εντασσόμενος στην ομάδα των καλλιτεχνών της πόλης Σκέεν, ζωγραφίζει μαζί τους στα περίχωρα, προσπαθώντας και αυτός να συλλάβει, με την απευθείας παρατήρηση που προσφέρει η “επί τόπου” ζωγραφική, την εικόνα της διαρκώς μεταλλασσόμενης φύσης τη δεδομένη χρονική στιγμή. Απομακρύνεται από κάθε διηγηματική περιγραφή του αντικειμένου και απελευθερωμένος μελετά τη μεταμόρφωση της ατμόσφαιρας ή της θάλασσας μέσα από τις εναλλαγές του φωτός, τη συγκεκριμένη στιγμή.
Στο έργο Κύματα επισημαίνεται, κατά τον καλύτερο τρόπο, η απομάκρυνσή του από την ανεκδοτολογική περιγραφή του αντικειμένου. Φαίνεται ότι ο ζωγράφος δεν ενδιαφέρεται για την ακριβή απεικόνισή του θέματος αλλά για την απομόνωση ενός συγκεκριμένου μοτίβου και την απόδοση της εικόνας του, όπως αυτή διαφοροποιείται με τη διαρκή κίνηση κάτω από την επίδραση του φωτός.
Αν και είναι κάπως νωρίς να μιλήσει κανείς για έναν προϊμπρεσιονισμό στο έργο του Αλταμούρα, είναι φανερές οι επιδράσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το χρώμα και τη "σφιγμένη" πινελιά, του γερμανικού ιμπρεσιονισμού, που αναπτύσσεται στο Βερολίνο τα χρόνια αυτά, πρώτα με τον Max Liebermann (1847-1935) και μετά με τον Lovis Corinth (1858-1925). Η σχεδόν πάντα φουρτουνιασμένη θάλασσα του Αλταμούρα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι η όχι και τόσο ευχάριστη, για τον ίδιο, ζωή του.